προτυποῦσα

προτυποῦσα
προτυπόω
form
pres part act fem nom/voc sg (attic ionic)
προτυπόω
form
pres part act fem nom/voc sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προτυπούσας — προτυπούσᾱς , προτυπόω form pres part act fem acc pl (attic ionic) προτυπούσᾱς , προτυπόω form pres part act fem acc pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτυπώνω — προτυπῶ, όω, ΝΜΑ [τυπῶ] σχεδιάζω εκ τών προτέρων το σχήμα ενός αντικειμένου που πρόκειται να κατασκευαστεί μσν. συμβολίζω («τριμερὴς δὲ ἡ ψυχή ἡ ἐν αὐτῷ προτυποῡσα τὴν ἁγίαν τριάδα», Αναστ.) μσν. αρχ. 1. δείχνω εκ τών προτέρων ή προδιαγράφω 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”